- τετρακοστός
- -ή, όν, Μβλ. τετρακοσιοστός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετρακοσιοστός — ή, ό / τετρακοσιοστός, ή, όν, ΝΜΑ, και τετρακοστός, ή, όν, Μ αυτός που έχει σε μια σειρά ή τάξη τη θέση τού αριθμού τετρακόσια νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τετρακοσιοστό το ένα από τα τετρακόσια ίσα μέρη στα οποία διαιρέθηκε ένα πράγμα αρχ. το θηλ … Dictionary of Greek
ՉՈՐԵՔՀԱՐԻՒՐՈՐԴ — (ի.) NBH 2 0578 Chronological Sequence: Early classical ա. τετρακοστός quadringentesimus. Վերջինն չորեքհարիւր թուոյ. ... *Յամին չորեքհարիւրորդի. ՟Գ. Թագ. ՟Զ. 1 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)